- ὑποκαπνιστός
- ὑποκαπνιστόςto be used for fumigationmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκαπνιστός — ή, όν, Α [ὑποκαπνίζω] χρήσιμος για υποκαπνισμό … Dictionary of Greek